- αγιολαυρίτης
- ο [Αγία Λαύρα]μοναχός που ανήκει στη μονή τής Αγίας Λαύρας τών Καλαβρύτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγιολαυρίτης, Ευγένιος — (18ος 19ος αι.). Μοναχός της Αγίας Λαύρας. Toν Μάρτιο του 1821 στάλθηκε από τη συνέλευση των αρχιερέων και προεστών της μονής στον πατριάρχη Γρηγόριο, κομιστής επιστολής με την οποία του ζητούσαν να καθησυχάσει τους φόβους του σουλτάνου,… … Dictionary of Greek